φιδομάλλης

φιδομάλλης
ο, θηλ. φιδομάλλα και φιδομαλλού και φιδομαλλούσα, Ν
αυτός τού οποίου τα μαλλιά μοιάζουν με φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + -μάλλης (< μαλλί), πρβλ. σγουρο-μάλλης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιδομάλλης — ο θηλ. φιδομάλλα και φιδομαλλού και φιδομαλλούσα αυτός ο οποίος έχει βοστρύχους που μοιάζουν με φίδια: Φιδομαλλούσα γοργόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”